Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τα αποκαλυπτήρια

  • 1 открытие

    открытие с 1) (музея, выставки и т. п.) τα εγκαίνια* τα αποκαλυπτήρια (памятника) 2) (собрания и т. п.) η έναρξη 3) (научное) η ανακάλυψη
    * * *
    с
    1) (музея, выставки и т. п.) τα εγκαίνια; τα αποκαλυπτήρια ( памятника)
    2) (собрания и т. п.) η έναρξη
    3) ( научное) η ανακάλυψη

    Русско-греческий словарь > открытие

  • 2 открытие

    ουδ.
    1. άνοιγμα•

    запечатанного ящика άνοιγμα του σφραγισμένου κιβωτίου.

    || έναρξη•

    открытие огня по неприятелю άνοιγμα πυρός κατά του εχθρού•

    открытие выставки άνοιγμα της έκθεσης.

    || αποκαλυπτήρια•

    открытие памятника αποκαλυπτήρια μνημείου, ανδριάντα.

    2. ανακάλυψη•

    научное открытие επιστημονική ανακάλυψη.

    Большой русско-греческий словарь > открытие

  • 3 открытие

    открытие
    с
    1. (действие) ἡ ἐναρξη [-ις], τό ἀνοιγμα / ἡ ἐγκαινίαση [-ιςί, τά ἐγκαίνια (выставки, магазина и т. п.)/ τά ἀποκαλυπτήρια (памятника и т. п.):
    \открытие конференции (фестиваля) ἡ ἔναρξη τής συνδιασκέψεως (τοῦ φεστιβάλ)· \открытие кредита фин. τό ἄνοιγμα πιστώσεως·
    2. (научное) ἡ ἀνακάλυψη [-ις]/ ἡ ἐφεύρεση [-ις] (изобретение).

    Русско-новогреческий словарь > открытие

  • 4 unveil

    1) (to remove a veil (from eg a face): After the marriage ceremony, the bride unveils (her face).) αποκαλύπτω
    2) (to uncover (a new statue etc) ceremonially: The prime minister was asked to unveil the plaque on the wall of the new college.) αποκαλύπτω, κάνω τα αποκαλυπτήρια

    English-Greek dictionary > unveil

См. также в других словарях:

  • αποκαλυπτήριος, -ια, -ιο — αποκαλυπτήριος, α, ο αυτός που συντελεί στο ξεσκέπασμα, στο φανέρωμα· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποκαλυπτήρια τελετή κατά την οποία ο ανδριάντας ή άλλο μνημείο ξεσκεπάζεται, για να το βλέπουν πια όλοι: Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκαλυπτήριος — α, ο 1. αυτός που αποκαλύπτει, αποκαλυπτικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκαλυπτήρια α) η δημόσια τελετή για την αποκάλυψη ανδριάντα ή έργου τέχνης β) μτφ. η δημόσια αποκάλυψη κακών πράξεων ή σχεδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαλύπτω. Η λ. στον… …   Dictionary of Greek

  • Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office …   Wikipedia

  • Димакис, Герман — Игумен Герман Димакис (греч. Γερμανός Δημάκης, Агридио,Аркадия 1912 год Ламия 9 июня 2004 года) греческий священник и видный член Сопротивления, во время Второй мировой войны сражался в рядах ЭЛАС (Народно освободительная армия Греции) и был… …   Википедия

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Ωρολογάς — (Αναστάσιος Αντωνιάδης Σαατσόγλου, 1864 – 1922).Κληρικός. Αρχικά διετέλεσε μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριούπολης (1902 8), και αργότερα μητροπολίτης Κυδωνιών. Η θητεία του στο πρώτο αξίωμα συνέπεσε χρονικά με το αποκορύφωμα του Μακεδονικού… …   Dictionary of Greek

  • Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη …   Dictionary of Greek

  • Ξένος, Στέφανος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1894). Έλληνας συγγραφέας. Αξιωματικός του ιππικού στην αρχή, άρχισε ύστερα από μια σοβαρή ασθένειά του, να ταξιδεύει για αναψυχή στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου το γραφικό περιβάλλον, που ήταν επίσης γεμάτο… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — έκθεσα και εξέθεσα, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, μτβ. 1. θέτω έξω, τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο: Εκτέθηκε το πτώμα για αναγνώριση. 2. τοποθετώ προϊόντα φυσικά, βιομηχανικά, καλλιτεχνικά σε ειδική έκθεση: Εκθέτει τους πίνακές του στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»